χωρίς

χωρίς
χωρίς adv. (Hom.+)
used as an adv. (Hom.+; ins; POxy 1088, 41 [I A.D.]; Jos., Bell. 1, 586, Ant. 17, 308) pert. to occurring separately or being separate, separately, apart, by itself J 20:7; ITr 11:2; Hs 8, 1, 6–17; 8, 4, 4–6.
in our lit. freq. used as prep. w. gen. (coming only after the word it governs οὗ χωρίς Hb 12:14; ITr 9:2; s. Kuhring 48f; B-D-F §216, 2; 487; Rob. 425; 647f) pert. to the absence or lack of someth., without, apart from, independent(ly of) (Pind.+; the most typical Hellenistic word for ‘without’, s. FSolmsen, Beiträge zur griech. Wortforschung1909, 115; B-D-F §216, 2; Johannessohn, Präp. 337; 339f; MMargolis, PHaupt Festschr, 1926, 84ff).
w. gen. of pers.
α. separated from someone, far from someone, without someone (Vi. Hom. 2 χωρὶς πάντων=apart fr. everyone) ἦτε χωρὶς Χριστοῦ Eph 2:12; cp. ITr 9:1f. χωρὶς ἐμοῦ apart from me J 15:5. χ. τοῦ ἐπισκόπου ITr 7:2; IPhld 7:2; ISm 8:1f; cp. IMg 4 (cp. Alex. Ep. 25, 44f). For ITr 3:1 s. β. οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικός neither (is) woman (anything) apart fr. man, nor man fr. woman 1 Cor 11:11. χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε without us you have already become kings 4:8. Cp. Hb 11:40.—Hb 2:9 the v.l. χωρὶς θεοῦ (for χάριτι θεοῦ) apart fr. God, forsaken by God (schol. on Apollon, Rhod. 23 275 χωρὶς τοῦ Διός) is considered the original rdg. by BWeiss (Der Hb in zeitgeschichtl, Beleuchtung; TU 35, 3, 1910 p. 12, 1), EKühl (Theol. der Gegenwart 6, 1912, 252), AvHarnack (Zwei alte dogm. Korrekturen im Hb: SBBerl-Ak 1929, 3ff=Studien I ’31, 236–45), and HMontefiore (The Epistle to the Hebrews ’64, 59); this opinion is in contrast to nearly all Gk. mss. beginning w. P46 and to most other interpreters (s. JKögel, BFCT VIII 5/6, 1904, 131–41 for an older defense of this view; s. also later comm.).
β. without or apart from = apart fr. someone’s activity or assistance (Appian, Bell. Civ. 1, 65 §298 χωρὶς ὑμῶν; Dionys. Perieg.[?], De Avibus: JCramer, Anecd. Paris. I 1839 p. 33, 13 the phoenix comes into being πατρός τε καὶ μητρὸς χωρίς; Jos., Ant. 15, 226) χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν J 1:3 (cp. 1QS 11:11). πῶς ἀκούσωσιν χωρὶς κηρύσσοντος; how are they to hear without someone to preach to them? Ro 10:14.—Cp. ITr 3:1, of var. eccl. officials; IMg 9:2 of Christ.
γ. besides, in addition to, except (for) someone (ApcMos 38; Jos., Ant. 7, 352; Just., A II, 1, 2) χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων besides women and children Mt 14:21; 15:38. χωρὶς τούτου μηδέν nothing except him (i.e. Christ) IEph 11:2.
w. gen. of thing
α. outside (of) someth. χ. τοῦ σώματος 2 Cor 12:3.
β. without making use of someth., without expressing or practicing someth. (Jos., Ant. 20, 41 χ. τῆς περιτομῆς τὸ θεῖον σέβειν; Ath. 15, 2 χωρὶς τέχνης) χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει Mt 13:34; Mk 4:34. χωρὶς θεμελίου Lk 6:49. χωρὶς γογγυσμῶν Phil 2:14. Cp. 1 Ti 2:8; 5:21. χωρὶς τῆς σῆς γνώμης without having obtained your consent (Polyb. 3, 21, 1; 2; 7) Phlm 14 (γ below is also poss.). χωρὶς πάσης ἀντιλογίας Hb 7:7 (ἀντιλογία 1). χ. οἰκτιρμῶν without pity 10:28 (POxy 509, 19 χ. ὑπερθέσεως=without delay); cp. 7:20ab; 9:7, 18, 22. Christ was tempted χ. ἁμαρτίας without committing any sin 4:15. πίστις χ. τῶν ἔργων faith that does not express itself in deeds Js 2:20, 26b, cp. vs. 18. χωρὶς τῆς ἀσφαλείας without (making use of) the security MPol 13:3.
γ. without possessing someth., apart fr. the presence of someth. (Ath. 19, 3 χωρὶς τῆς ὕλης ἢ τοῦ τεχνίτου) χ. νόμου ἁμαρτία νεκρά Ro 7:8; on ἐγὼ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ vs. 9 s. [ζάω] 2a. τὸ σῶμα χ. πνεύματος Js 2:26a. Χ. τῆς σῆς γνώμης without your consent (cp. POxy 719, 27) Phlm 14 (though bβ above is also prob.). Cp. Hb 11:6; 12:8, 14.
δ. without relation to or connection with someth., independent(ly) of someth. χ. ἁμαρτίας without any relation to sin, i.e. not w. the purpose of atoning for it Hb 9:28. χ. ἔργων νόμου without regard to the observance of the law Ro 3:28; cp. vs. 21; 4:6.
ε. apart from (Diod S 13, 54, 7 χ. τούτων; Appian, Iber. 20 §76 and 64, Illyr. 15 §42; PTebt 67, 16; POxy 724, 6; Lev 9:17; Num 17:14; EpArist 165; Jos., Ant. 7, 350; Ath., R. 10 p. 58, 29 χ. δὲ τούτων) χωρὶς τῶν παρεκτός 2 Cor 11:28 (s. παρεκτός 1).—DELG s.v. χώρα. M-M. EDNT.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χωρίς — separately indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ …   Dictionary of Greek

  • χωρίς — επίρρ. τροπ. 1. χωριστά, χώρια, δίχως: Ήρθε χωρίς τη γυναίκα του. 2. φρ., «χωρίς άλλο», εξάπαντος, δίχως άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χωρὶς τότ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια. — См. Много говорено, да мало сказано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γιατροί Χωρίς Σύνορα — Ανεξάρτητη ανθρωπιστική οργάνωση, που έχει σκοπό την ανθρωπιστική αλληλεγγύη, και συγκεκριμένα την παροχή ιατρικής βοήθειας οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη, ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις ή φύλο. Στόχος της επίσης είναι και η… …   Dictionary of Greek

  • Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αδημονώ — (χωρίς αόρ. και μτχ. παθ. παρκ.), αγωνιώ, ανυπομονώ: Αδημονούσε να πάρει γράμμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”